Κάτω Λιόσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Κάτω Λιόσια | ||
γενική | των | Κάτω Λιοσίων | ||
αιτιατική | τα | Κάτω Λιόσια | ||
κλητική | Κάτω Λιόσια | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈka.to ˈʎo.sça/
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κάτω Λιόσια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) (προάστιο) παλαιότερη εναλλακτική ονομασία των Νέων Λιοσίων, ώστε να διακρίνονται διοικητικά από τα υπόλοιπα Λιόσια (τα οποία αργότερα έλαβαν την ονομασία Επάνω / Άνω Λιόσια)
- ※ […] το τοπωνύμιο «Κάτω Λιόσια» εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1840 στην περιγραφή των διοικητικών ορίων της Αθήνας
- Ανδρέας Μηλιώνης, «Ιστορικές οικογένειες του Δήμου Ιλίου» [24 Ιανουαρίου 2014, ομιλία στο Δημαρχείο Ιλίου], ilion.gr (Δήμος Ιλίου)· πρόσβαση: 28-10-2023.
- ※ […] το τοπωνύμιο «Κάτω Λιόσια» εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1840 στην περιγραφή των διοικητικών ορίων της Αθήνας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κάτω Λιόσια
Πηγές[επεξεργασία]
- Λήμμα «Αθήναι», Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν, τόμ. 1 (Αθήνα: Εκδόσεις Ελευθερουδάκη, 1930), σ. 320, στον παράπλευρο χάρτη: αναγράφονται οι ονομασίες Επάνω Λιόσια και Κάτω Λιόσια.
- Λήμμα «Λιόσια», ό.π., τόμ. 8 (1930), σ. 728: Νέα Λιόσια ή Κάτω Λιόσια.
- «Λιόσα Κάτω ή Νέα Λιόσα», στο: Κώστας Η. Μπίρης, Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών (Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, ³2006, ISBN 960-214445-9), σ. 62.
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Προάστια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Προάστια (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αθήνας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προάστια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)