Κίρκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κίρκη < αρχαία ελληνική Κίρκη, ίσως < κίρκος (γεράκι) < αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν σχετίζεται με το συγγενικό κρέξ καθώς και με άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες όπως η ρωσική krecet και η σανσκρατική krkaka-[1]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κίρκη θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Κίρκη
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)