Καρέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καρέας οι Καρέηδες
      γενική του Καρέα των Καρέηδων
    αιτιατική τον Καρέα τους Καρέηδες
     κλητική Καρέα Καρέηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δουρίδας - κλίση: Αντρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈɾe.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρέ‐ας

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
Καρέας < μεσαιωνική ελληνική Καρέας[1]

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]
Άποψη του Καρέα

Καρέας αρσενικό

  • συνοικία του Βύρωνα στην Αθήνα
    ※  Με ελαφρές μετατροπές, από παρεμβάσεις των κατοίκων και εν μέσω διαβούλευσης της δημοτικής αρχής Βύρωνα μαζί τους, προχωρά, η ανάπλαση των προσφυγικών, ένα έργο πνοής για την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής, στην περιοχή του Καρέα.
    Τα έργα ανάπλασης των Προσφυγικών του Καρέα, Η Καθημερινή, 13 Σεπτεμβίου 2019

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Καρέας < + -έας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Καρέας αρσενικό (θηλυκό Καρέα)

Μεταγραφές

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Βύρων Πολύδωρας, Η Μείζων Αθήνα, Αθήνα: Καστανιώτης, 2002