Καραγκιόζος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καραγκιόζος, Καραγκιόζης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καραγκιόζος < Καραγκιόζης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καραγκιόζος αρσενικό

  1. (οικείο) ανδρικό όνομα, ο χαρακτήρας Καραγκιόζης του θεάτρου σκιών, όπως κατά κανόνα τον αποκαλεί χαϊδευτικά ο Σιορ Διονύσιος (Νιόνιος)
  2. ανδρικό επώνυμο, (θηλυκό: Καραγκιόζου)

Μεταγραφές[επεξεργασία]