Καρασαλιάνοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Καρασαλιάνοι | ||
γενική | των | Καρασαλιάνων | ||
αιτιατική | τους | Καρασαλιάνους | ||
κλητική | Καρασαλιάνοι | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Καρασαλιάνοι < το όνομα του πρώτου οικιστή Καρασάλης• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.ɾa.saˈʎa.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρα‐σα‐λιά‐νοι
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Καρασαλιάνοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) οικισμός της Εύβοιας, πρώην ονομασία των Δένδρων[1]
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Καρασαλιάνοι
Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)