Κατάκολο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κατάκολο | τα | Κατάκολα |
γενική | του | Κατάκολου | των | Κατάκολων |
αιτιατική | το | Κατάκολο | τα | Κατάκολα |
κλητική | Κατάκολο | Κατάκολα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κατάκολο ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κατάκολο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Κατάκολο
|