Κατραμή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατράμη, κατράμη, κατράμι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κατραμή < γενική ενικού του αρσενικού Κατραμής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.tɾaˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐τρα‐μή

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κατραμή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

[επεξεργασία]

Κατραμή αρσενικό