Κατσίμπαλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κατσίμπαλη < γενική ενικού του αρσενικού Κατσίμπαλης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaˈt͡sim.ba.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐τσί‐μπα‐λη
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κατσίμπαλη θηλυκό άκλιτο