Καψικόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Καψικόν < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική capsicum (Capsicum) < ελληνιστική κοινή καψικός < λατινική capsa < capio
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Καψικόν ουδέτερο
- ταξινομικός όρος - γένος: (Capsicum) φυτά από το φύλο Capsiceae της οικογένειας Στρυχνοειδών
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Καψικόν στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] το γένος Καψικόν
|
Κατηγορίες:
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Φυτά (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - γένη (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)