Κερκυραίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κερκυραίος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κερκυραίος οι Κερκυραίοι
      γενική του Κερκυραίου των Κερκυραίων
    αιτιατική τον Κερκυραίο τους Κερκυραίους
     κλητική Κερκυραίε Κερκυραίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος - κλίση: δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ceɾ.ciˈɾe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κερ‐κυ‐ραί‐ος

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
Κερκυραίος < Κέρκυρ(α) + -αίος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κερκυραίος αρσενικό (θηλυκό Κερκυραία)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Κερκυραίος < πατριδωνυμικό Κερκυραίος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κερκυραίος αρσενικό (θηλυκό Κερκυραίου)

Μεταγραφές

[επεξεργασία]