Κεφαλόποδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Κεφαλόποδα | ||
γενική | των | Κεφαλόποδων & Κεφαλοπόδων | ||
αιτιατική | τα | Κεφαλόποδα | ||
κλητική | Κεφαλόποδα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κεφαλόποδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική Cephalopoda < αρχαία ελληνική (κεφαλή) κεφαλό- + ποδ- + -α, πληθυντικός του πούς (πόδι)[1]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κεφαλόποδα ουδέτερο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - ομοταξία: υδρόβια μαλάκια που τα πόδια (πλοκάμια) τους εκφύονται από το κεφάλι, όπως τα χταπόδια
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Στον ενικό, κεφαλόποδο: ένα ζώο που ανήκει στα Κεφαλόποδα.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Cephalopoda στο species.wikimedia.org
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κεφαλόποδα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κεφαλόποδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κεφαλό- (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - ομοταξίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)