Κοισύρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κοισύρα | οι | Κοισύρες |
γενική | της | Κοισύρας | των | Κοισυρών |
αιτιατική | την | Κοισύρα | τις | Κοισύρες |
κλητική | Κοισύρα | Κοισύρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κοισύρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κοισύρα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κοισύρα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- «Κοισύρα Οικονομίδου», στον ιστότοπο των Αποφοίτων του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου· πρόσβαση: 2020-09-19.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κοισύρα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κοισύρα θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- «Κοισύρα», στο lsj.gr.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια - ονόματα από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες - ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)