Κολλοσές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κολλοσές < Κολοσσαί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Κολλοσές θηλυκό, πληθυντικός
- πόλη της Φρυγίας (Αἱ Κολοσσαί)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Κολλοσές
|