Κονιόρδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κονιόρδος < παρωνύμιο κονιόρδος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /koˈɲoɾ.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐νιόρ‐δος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κονιόρδος αρσενικό (θηλυκό Κονιόρδου)