Κοντυλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κοντυλιά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κοντυλιά οι Κοντυλιές
      γενική της Κοντυλιάς των (Κοντυλιών)
    αιτιατική την Κοντυλιά τις Κοντυλιές
     κλητική Κοντυλιά Κοντυλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κοντυλιά < κοντυλιά < μεσαιωνική ελληνική κοντυλιά / κονδυλιά (γραμμή ζωγραφισμένη με κοντύλι ή πινέλο ζωγράφου)
Που είναι κοντυλάτη, κοντυλογραμμένη.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kon.diˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κο‐ντυ‐λιά

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κοντυλιά θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]