Κοπή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κοπή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κοπή οι Κοπές
      γενική της Κοπής των Κοπών
    αιτιατική την Κοπή τις Κοπές
     κλητική Κοπή Κοπές
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κοπή < κοπή, από παρακείμενο εργοστάσιο κοπής καπνού[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koˈpi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κο‐πή

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κοπή θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.