Κοτρώνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Κοτρώνι | τα | Κοτρώνια |
γενική | του | Κοτρωνιού & Κοτρωνίου |
των | Κοτρωνιών & Κοτρωνίων |
αιτιατική | το | Κοτρώνι | τα | Κοτρώνια |
κλητική | Κοτρώνι | Κοτρώνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κοτρώνι < κοτρώνι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /koˈtɾo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐τρώ‐νι
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κοτρώνι ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καράτι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Βουνά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Βουνά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)