Κροτόνε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κροτόνε < αρχαία ελληνική Κρότων < ιταλική Crotone
Μεταγραφή
[επεξεργασία]Κροτόνε θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Κροτόνε
|