Κυπάρισσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κυπάρισσος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κυπάρισσος < αρχαία ελληνική Κυπάρισσος < κυπάρισσος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κυπάρισσος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ο Κυπάρισσος
  2. ανδρικό επώνυμο

Μεταγραφές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κυπάρισσος < κυπάρισσος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κυπάρισσος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ο νεαρός που μεταμορφώθηκε σε κυπάρισσο (κυπαρίσσι)
  2. ανδρικό όνομα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κυπάρισσος θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]