Κυριακούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κυριακούλα οι Κυριακούλες
      γενική της Κυριακούλας
    αιτιατική την Κυριακούλα τις Κυριακούλες
     κλητική Κυριακούλα Κυριακούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κυριακούλα < Κυριακ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κυριακούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κυριακή