Κυριακούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κυριακούλα | οι | Κυριακούλες |
γενική | της | Κυριακούλας | — | |
αιτιατική | την | Κυριακούλα | τις | Κυριακούλες |
κλητική | Κυριακούλα | Κυριακούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κυριακούλα < Κυριακ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Κυριακούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κυριακή
Κυριακούλα
|