Κωκυτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κωκυτός

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κωκυτός < κωκύω (θρηνώ)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κωκυτός αρσενικό