Κόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κόρος, Κορός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κόρος οι Κόροι
      γενική του Κόρου των Κόρων
    αιτιατική τον Κόρο τους Κόρους
     κλητική Κόρε Κόροι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κόρος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κόρος αρσενικό (θηλυκό Κόρου)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταγραφές

[επεξεργασία]



→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Κόρος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Κόρος αρσενικό (θηλυκό Κόρα)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]