Λάνσελοτ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Λάνσελοτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική Lancelot
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈlan.se.lot/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λάν‐σε‐λοτ
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Λάνσελοτ αρσενικό
- (αγγλική μυθολογία) ένας από τους ιππότες της στρογγυλής τραπέζης
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Λάνσελοτ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Λάνσελοτ