Λάρητες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Λάρητες
      γενική των Λαρήτων
    αιτιατική τους Λάρητες
     κλητική Λάρητες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Λάρητες < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Λάρητες < λατινική Lares

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Λάρητες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • (ρωμαϊκή μυθολογία) κατώτερες θεότητες της ρωμαϊκής μυθολογίας που προστάτευαν διάφορους τομείς της ζωής των Ρωμαίων
    ※  Aλλά στην αίθουσα την αλαβάστρινη που κλείνει / των Aηνοβάρβων το αρχαίο λαράριο / τι ανήσυχοι που είν’ οι Λάρητές του. / Τρέμουν οι σπιτικοί μικροί θεοί, / και προσπαθούν τ’ ασήμαντά των σώματα να κρύψουν. / Γιατί άκουσαν μια απαίσια βοή, / θανάσιμη βοή την σκάλα ν’ ανεβαίνει, / βήματα σιδερένια που τραντάζουν τα σκαλιά. / Και λιγοθυμισμένοι τώρα οι άθλιοι Λάρητες, / μέσα στο βάθος του λαράριου χώνονται, / ο ένας τον άλλονα σκουντά και σκουντουφλά, / ο ένας μικρός θεός πάνω στον άλλον πέφτει / γιατί κατάλαβαν τι είδος βοή είναι τούτη, / τάνοιωσαν πια τα βήματα των Εριννύων.
    Κωνσταντίνος Καβάφης, Τα βήματα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Λάρητες < (άμεσο δάνειο) λατινική Lares • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Λάρητες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)