Λίπαρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Λίπαρι < άμεσο δάνειο από την ιταλική Lipari

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Λίπαρι ουδέτερο, άκλιτο

  1. νησί της Ιταλίας, το μεγαλύτερο από τα Νησιά του Αιόλου, στην Τυρρηνική θάλασσα, βόρεια της Σικελίας
  2. δήμος της Ιταλίας, που περιλαμβάνει τα έξι από τα επτά Νησιά του Αιόλου (όλα πλην της Σαλίνα)
  3. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]