Λαγγεδόκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Λαγγεδόκη < (λόγιο δάνειο) γαλλική Languedoc +

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Λαγγεδόκη θηλυκό

  • (καθαρεύουσα) το Λανγκεντόκ
    ※  Λαγγεδόκη προσέλαβεν ὡς ἐκ τούτου ὁλοὲν περισσότερον τὸν χαρακτῆρα μεσογείου χώρας (από την Παγκόσμιον Γεωγραφίαν του Κλ. Λάκωνος (επιμ.), τόμ. 2, (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1934), σ. 211)

Συγγενικά

[επεξεργασία]