Λαοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λαοκρατία | οι | Λαοκρατίες |
γενική | της | Λαοκρατίας | των | Λαοκρατιών |
αιτιατική | τη | Λαοκρατία | τις | Λαοκρατίες |
κλητική | Λαοκρατία | Λαοκρατίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /la.o.kɾaˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λα‐ο‐κρα‐τί‐α
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Λαοκρατία θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Λαοκρατία
|