Λαφαζάν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Λαφαζάν < μεταγραφή για την τουρκική Lafazan, ή τη ρωσική Лафазан (Lafazán)[1] και από άλλες γλώσσες.

Μεταγραφή

[επεξεργασία]

Λαφαζάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Στα ρωσικά, υπάρχει (και ;) ως επώνυμο ελληνικής προέλευσης, από το Λαφαζάνης. Βλ. ενδεικτικά Георгий Михайлович Лафазан (1936-2016), Σοβιετικός-Ρώσος μηχανικός από ελληνική οικογένεια της Κριμαίας.