Λογγοβάρδοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Λογγοβάρδοι < λατινική Langobardi (μακριά γενειάδα) ή από το Langbarðr, ονομασία της βορειοευρωπαϊκής θεότητας Οντίν που απεικονιζόταν με μακριά γενειάδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Λογγοβάρδοι και Λομβαρδοί αρσενικό πληθυντικός
- ονομασία γερμανικής φυλής που κατέκτησε τη βόρειο Ιταλία, στα σύνορα με την Ελβετία, και η οποία στη συνέχεια αναμίχθηκε με τους ντόπιους, τους σημερινούς Ιταλούς