Λυτρωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λυτρωτής | οι | Λυτρωτές |
γενική | του | Λυτρωτή | των | Λυτρωτών |
αιτιατική | τον | Λυτρωτή | τους | Λυτρωτές |
κλητική | Λυτρωτή | Λυτρωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Λυτρωτής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λυτρωτής
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /li.tɾoˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λυ‐τρω‐τής
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Λυτρωτής αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)