Λυτρωτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λυτρωτής
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λυτρωτής οι Λυτρωτές
      γενική του Λυτρωτή των Λυτρωτών
    αιτιατική τον Λυτρωτή τους Λυτρωτές
     κλητική Λυτρωτή Λυτρωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Λυτρωτής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λυτρωτής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /li.tɾoˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λυ‐τρω‐τής

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Λυτρωτής αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]