Λωλός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λωλός | οι | Λωλοί |
γενική | του | Λωλού | των | Λωλών |
αιτιατική | τον | Λωλό | τους | Λωλούς |
κλητική | Λωλέ | Λωλοί | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Λωλός < λωλός
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Λωλός αρσενικό (θηλυκό Λωλού)