Μέντορας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μέντορας | οι | Μέντορες |
γενική | του | Μέντορα | των | Μεντόρων |
αιτιατική | τον | Μέντορα | τους | Μέντορες |
κλητική | Μέντορα | Μέντορες | ||
Δείτε και Μέντωρ. | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μέντορας < μέντορας < αρχαία ελληνική Μέντωρ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈmen.do.ɾas/
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μέντορας αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταγραφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] για το όνομα:
|