Μέρφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μέρφι < (άμεσο δάνειο) αγγλική Murphy < ιρλανδικής προέλευσης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmeɾ.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μέρ‐φι

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Μέρφι αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  1. αγγλικό επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
  2. αγγλικό όνομα (ανδρικό ή γυναικείο)
  3. αγγλικό τοπωνύμιο

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • Μέρφυ (μη απλοποιημένη γραφή)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]