Μελαχροινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μελαχροινός < μελαχροινός (= μελαχρινός)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μελαχροινός αρσενικό (θηλυκό Μελαχροινού)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μανώλης Μελαχροινός (1757 ; - 1822), Έλληνας αγωνιστής κι επαναστάτης από τη Σάμο