Μετεωρίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μετεωρίτισσα < Μετεωρίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα < Μετέωρα + -ίτης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μετεωρίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Μετεωρίτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μετεωρίτης
Μετεωρίτισσα
|