Μετεωρίτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μετεωρίτισσα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μετεωρίτισσα οι Μετεωρίτισσες
      γενική της Μετεωρίτισσας των Μετεωριτισσών
    αιτιατική τη Μετεωρίτισσα τις Μετεωρίτισσες
     κλητική Μετεωρίτισσα Μετεωρίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μετεωρίτισσα < Μετεωρίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα < Μετέωρα + -ίτης

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Μετεωρίτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μετεωρίτης