Μιλτιάδαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Μιλτιάδαι αρσενικό
- γενική πληθυντικού του Μιλιτιάδης: (μεταφορικά) για άντρες όπως ο Μιλιτιάδης (Κλαύδιος Αιλιανός [Ael.], Ποικίλη Ἱστορία (Varia Historia) V.H. 12, 35)
Πηγές
[επεξεργασία]- Μιλτιάδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.