Μουλκιώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μουλκιώτισσα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μουλκιώτισσα οι Μουλκιώτισσες
      γενική της Μουλκιώτισσας των Μουλκιωτισσών
    αιτιατική τη Μουλκιώτισσα τις Μουλκιώτισσες
     κλητική Μουλκιώτισσα Μουλκιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μουλκιώτισσα < Μουλκιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mulˈco.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μουλ‐κιώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Μουλκιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → και δείτε τη λέξη Μούλκ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μουλκιώτης