Μπιρσίμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μπιρσίμ < μπιρσίμι (→ δείτε τη λέξη μπρισίμι), προέλευσης από την οθωμανική τουρκική
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μπιρσίμ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη μπρισίμι