Μύνστερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Μύνστερ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Münster

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmin.steɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μύν‐στερ

Μεταγραφή

[επεξεργασία]

Μύνστερ ουδέτερο άκλιτο