Νέστορας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Νέστορας οι Νέστορες
      γενική του Νέστορα των Νεστόρων
    αιτιατική τον Νέστορα τους Νέστορες
     κλητική Νέστορα Νέστορες
Δείτε και «Νέστωρ»
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Νέστορας < αρχαία ελληνική Νέστωρ

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Νέστορας αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ο σεβάσμιος, συνετός γέροντας
  3. ανδρικό επώνυμο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]