Νακάτσου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Νακάτσου < → λείπει η ετυμολογία
Μεταγραφή
[επεξεργασία]Νακάτσου θηλυκό, ή ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Νακάτσου
|