Ντζάμπιεβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ντζάμπιεβα < ρωσική Дзабиева (Dzábijeva), προέλευσης από την οσσετική
Μεταγραφή
[επεξεργασία]Ντζάμπιεβα θηλυκό, άκλιτο (αρσενικό Ντζάμπιεφ)