Ξηροβρυσιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ξηροβρυσιώτης < Ξηρόβρυ(ση) + -ιώτης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ksi.ɾo.vɾiˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ξη‐ρο‐βρυ‐σιώ‐της
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ξηροβρυσιώτης αρσενικό (θηλυκό Ξηροβρυσιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Ξηρόβρυση ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Ξηρόβρυση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ξηροβρυσιώτης
|