Ομβριακή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ομβριακή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ομβριακή οι Ομβριακές
      γενική της Ομβριακής των Ομβριακών
    αιτιατική την Ομβριακή τις Ομβριακές
     κλητική Ομβριακή Ομβριακές
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ομβριακή < ομβριακή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ομβριακός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /oɱ.vɾi.aˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ομ‐βρι‐α‐κή

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ομβριακή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]