Ορτανσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ορτανσία < ορτανσία < (άμεσο δάνειο) ιταλική ortencia
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ορτανσία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ορτανσία
|