Ούγκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ούγκο < → λείπει η ετυμολογία
Μεταγραφή
[επεξεργασία]Ούγκο ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ούγκο
|
Ούγκο ουδέτερο άκλιτο
|