Οὐλερῖχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Οὐλέριος
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Οὐλερῖχος οἱ Οὐλερῖχοι
      γενική τοῦ Οὐλερίχου τῶν Οὐλερίχων
      δοτική τῷ Οὐλερίχ τοῖς Οὐλερίχοις
    αιτιατική τὸν Οὐλερῖχον τοὺς Οὐλερίχους
     κλητική ! Οὐλερῖχε Οὐλερῖχοι
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Οὐλερῖχος < (λόγιο δάνειο) γερμανική Ulrichs, με κατάλληλες προσαρμογές + κατάληξη -ος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Οὐλερῖχος αρσενικό (καθαρεύουσα)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]