Οὐλύμποιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Οὐλύμποιο αρσενικό
- (επικός τύπος ) γενική ενικού του Οὔλυμπος
- στην αττική διάλεκτο: τοῦ Ὀλύμπου