Πάτμιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Πάτμιος αρσενικό, θηλυκό Πάτμια
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Πάτμο.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Πάτμιος
|