Πίκτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πίκτος < λατινική Pictus < pictus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος pingo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peyk- (χρώμα)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πίκτος αρσενικό
- (εθνικό όνομα, ιστορία) αρχαίος κάτοικος της Σκωτίας